- εμποδισμός
- ο см. εμπόδιση 1
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐμποδισμός — hindering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμποδισμός — και αμποδισμός, ο (Α ἐμποδισμός) εμπόδιση, εμπόδιο μσν. 1. (ως προσωποπ.) άγριος, σοβαρός άνθρωπος 2. συγκρατημένος («σαν ποταμός χειμωνικός, π ἀμποδισμό δέν ἔχει», Ροδολίν.) … Dictionary of Greek
εμποδισμός — ο βλ. εμπόδιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμποδισμοί — ἐμποδισμός hindering masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδισμοῦ — ἐμποδισμός hindering masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδισμούς — ἐμποδισμός hindering masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδισμῶν — ἐμποδισμός hindering masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδισμόν — ἐμποδισμός hindering masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπόδιση — εμπόδιση, η και εμποδισμός, ο 1. η παρεμπόδιση. 2. (ναυτ.), η μη εκτέλεση δρομολογίου πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)